- ορφανεύω
- ορφάνεψα, ορφανεμένος, αμτβ.1. χάνω τον ένα ή και τους δύο γονείς μου.2. δεν έχω προστάτη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ορφανεύω — ορφανεύω, ορφάνεψα, ορφανεμένος βλ. πίν. 17 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ορφανεύω — και αρφανεύω (Α ορφανεύω) [ορφανός] νεοελλ. 1. μένω ορφανός, χάνω τον ένα ή και τους δύο γονείς μου λόγω θανάτου 2. χάνω πολύτιμο φίλο ή προστάτη («να μάθουν πώς ὀρφανέψαμε από τους άρχοντάς μας», Πολίτ.) αρχ. 1. φροντίζω ορφανά παιδιά, ανατρέφω… … Dictionary of Greek
ὀρφανεύσῃ — ὀρφανεύω take care of aor subj mid 2nd sg ὀρφανεύω take care of aor subj act 3rd sg ὀρφανεύω take care of fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρφανευόμενον — ὀρφανεύω take care of pres part mp masc acc sg ὀρφανεύω take care of pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρφανεύσομαι — ὀρφανεύω take care of aor subj mid 1st sg (epic) ὀρφανεύω take care of fut ind mid 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρφανευθεῖσαν — ὀρφανεύω take care of aor part pass fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρφανευθείσῃ — ὀρφανεύω take care of aor part pass fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρφανεῦσαι — ὀρφανεύω take care of aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρφανεύεται — ὀρφανεύω take care of pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠρφανεύετο — ὀρφανεύω take care of imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)